| Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη, |
| κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα. |
| Aπ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι, |
| το ακάθαρτο και το στενό. Aπό κάτω |
| ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών |
| που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν. |
| |
| Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι |
| είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη |
| τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης — |
| τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα |
| που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!, |
| μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά. |
| |
| |
| Κ.Π. Καβάφης |